θωριακός

θωριακός
-ή, -ό
αυτός που έχει καλή εμφάνιση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θωριακός — ή, ό (Μ θωριακός, ή, όν) [θωριά] νεοελλ. (για πράγμα) αυτός που έχει καλή εμφάνιση, ωραίο ζωηρό χρωματισμό, ωραίες αποχρώσεις μσν. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραία εξωτερική εμφάνιση, ωραία θωριά. επίρρ... θωριακά με ωραίο χρωματισμό, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”